- ἀπαλλοτριώσεως
- ἀπαλλοτριώσεω̆ς , ἀπαλλοτρίωσιςalienationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπαλλοτρίωτος — η, ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, ον) [ἀπαλλοτριῶ] αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως νεοελλ. αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως τού Δημοσίου) … Dictionary of Greek